- ᾠδεῖα
- ᾠδεῖονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωδική — Η τέχνη του να τραγουδά κάποιος. Ειδικότερα, μάθημα της φωνητικής μουσικής, που διδάσκεται στα σχολεία της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης. Γενικά η ω., όπως διδάσκεται στα ωδεία, είναι η τέχνη και η διδασκαλία του τραγουδιού. Απαιτεί… … Dictionary of Greek
Γιάνατσεκ, Λέος — (Leos Janacek, 1854 – 1928). Τσέχος συνθέτης. Σπούδασε μουσική στο Μπρνο (1865 72) και συνέχισε τις σπουδές του το 1875 στη Σχολή Εκκλησιαστικού Οργάνου της Πράγας. Μετεκπαιδεύτηκε έπειτα στα ωδεία της Λειψίας και της Βιέννης και το 1881 γύρισε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Καταλάνι, Αλφρέντο — (Alfredo Catalani, 1854 – 1893). Ιταλός συνθέτης. Σπούδασε στα ωδεία του Παρισιού και του Μιλάνου, όπου διορίστηκε καθηγητής της σύνθεσης. Ο Κ. προσέλκυσε το ενδιαφέρον του κοινού με τα μελοδράματα Έλντα (1880), Ντεγιανίζ (1883), Έντμεα (1886)… … Dictionary of Greek
κιν — Πανάρχαιο έγχορδο όργανο της Κίνας. Το κ. αρχικά παιζόταν τοποθετημένο πάνω σε ένα ορθογώνιο τραπέζι, αργότερα όμως, για να είναι πιο εύχρηστο, τροποποιήθηκε ριζικά και έγινε φορητό, κατορθώνοντας έτσι να επιβιώσει για αρκετούς αιώνες ακόμη. Οι… … Dictionary of Greek
Κουντούροφ, Αριστοτέλης — (Τιφλίδα Γεωργίας 1897 – Αθήνα 1969). Έλληνας μουσουργός. Σπούδασε στα ωδεία της Τιφλίδας και της Μόσχας. Έγραψε πολλές συμφωνίες για ορχήστρα, σουίτες, μουσική δωματίου και μουσική για μπαλέτα. Μεταξύ των έργων του είναι και το μελόδραμα Το… … Dictionary of Greek
Λαλό, Εντουάρ — (Édouard Lalo, Λιλ 1823 – Παρίσι 1892). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στα ωδεία της Λιλ και του Παρισιού. Αρχικά αναδείχθηκε ως βιολονίστας και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε ως συνθέτης. Η φήμη του Λ. συνδέεται βασικά με την Ισπανική συμφωνία (1873)… … Dictionary of Greek
Λαυράγκας, Διονύσιος — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1864 – 1941). Συνθέτης, αρχιμουσικός, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί, πιάνο και θεωρία μουσικής στη γενέτειρά του. Για μερικά χρόνια εργάστηκε ως βιολονίστας στις ορχήστρες των μελοδραματικών θιάσων… … Dictionary of Greek